- πεντεκαιδεχήμερος
- -ον, Α αυτός που διαρκεί δεκαπέντε ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα δεκαπέντε ημερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντεκαιδεχημέρους — πεντεκαιδεχήμερος of fifteen days masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)